εμβαδικός

εμβαδικός
-ή, -ό (AM ἐμβαδικός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στο εμβαδόν
αρχ.
τετραγωνικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐμβαδικόν — ἐμβαδικός square masc/fem acc sg ἐμβαδικός square neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβαδικοί — ἐμβαδικός square masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβαδικούς — ἐμβαδικός square masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισεμβαδικός — ή, ό αυτός που έχει ίσο εμβαδόν με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ἐμβαδικός < ἐμβαδόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”